σφυριχτός

σφυριχτός
η , ό производимый при помощи свиста

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σφυριχτός" в других словарях:

  • σφυριχτός — ή, ό, Ν [σφυρίζω] 1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό») 2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.) 3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός. επίρρ... σφυριχτά Ν με σφύριγμα …   Dictionary of Greek

  • σφυριχτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με σφύριγμα: Συνεννοούνται σφυριχτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουριχτός — ή, ό, Ν βλ. σφυριχτός …   Dictionary of Greek

  • συρικτός — και συριστός και σουριχτός, ή, ό, Ν [συρίζω (Ι)] αυτός που παράγεται με συριγμό, σφυριχτός. επίρρ... συρικτά και συριστά και σουριχτά Ν με συρικτό τρόπο, σφυριχτά …   Dictionary of Greek

  • σφυριχτά — Ν επίρρ. βλ. σφυριχτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»